δαψιλεύω

δαψιλεύω
(AM δαψιλεύομαι)
παρέχω, χορηγώ άφθονα
αρχ.-μσν.
παθ. σπαταλιέμαι
αρχ.
1. έχω πληθώρα ή αφθονία («ἀγέλαις ἐλεφάντων ἡ Λιβύη δαψιλεύεται»)
2. αδημονώ, είμαι ανήσυχος για κάποιον («ἐδαψιλεύσατο δι' ὑμᾱς).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαψιλής ή δαψιλός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αδαψίλευτος — η, ο αυτός που δεν πήρε πλούσια αμοιβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + *δαψιλευτός < δαψιλεύω] …   Dictionary of Greek

  • επιδαψιλεύω — (AM ἐπιδαψιλεύω) χορηγώ πλουσιοπάροχα αρχ. 1. υπάρχω σε αφθονία 2. μέσ. έπιδαψιλεύομαι διασαφώ, εξηγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δαψιλεύω «παρέχω σε αφθονία»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”